δυσκίνητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυσκίνητος | η | δυσκίνητη | το | δυσκίνητο |
| γενική | του | δυσκίνητου | της | δυσκίνητης | του | δυσκίνητου |
| αιτιατική | τον | δυσκίνητο | τη | δυσκίνητη | το | δυσκίνητο |
| κλητική | δυσκίνητε | δυσκίνητη | δυσκίνητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυσκίνητοι | οι | δυσκίνητες | τα | δυσκίνητα |
| γενική | των | δυσκίνητων | των | δυσκίνητων | των | δυσκίνητων |
| αιτιατική | τους | δυσκίνητους | τις | δυσκίνητες | τα | δυσκίνητα |
| κλητική | δυσκίνητοι | δυσκίνητες | δυσκίνητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυσκίνητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσκίνητος < δυσ- + -κίνητος (κινέω / κινῶ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈsci.ni.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυσ‐κί‐νη‐τος
Επίθετο
δυσκίνητος, -η, -ο
Αντώνυμα
Συγγενικά
- δυσκινησία
- δυσκίνητα
- → δείτε τις λέξεις δυσ- και κινώ
Μεταφράσεις
δυσκίνητος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δυσκίνητος | τὸ | δυσκίνητον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | δυσκινήτου | τοῦ | δυσκινήτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | δυσκινήτῳ | τῷ | δυσκινήτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δυσκίνητον | τὸ | δυσκίνητον | ||
| κλητική ὦ! | δυσκίνητε | δυσκίνητον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δυσκίνητοι | τὰ | δυσκίνητᾰ | ||
| γενική | τῶν | δυσκινήτων | τῶν | δυσκινήτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | δυσκινήτοις | τοῖς | δυσκινήτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | δυσκινήτους | τὰ | δυσκίνητᾰ | ||
| κλητική ὦ! | δυσκίνητοι | δυσκίνητᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυσκινήτω | τὼ | δυσκινήτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δυσκινήτοιν | τοῖν | δυσκινήτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυσκίνητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσκίνητος < δυσ- + -κίνητος (κινέω / κινῶ)
Επίθετο
δυσκίνητος, -ος, -ον
- δυσκίνητος, αργοκίνητος
- (μεταφορικά) σταθερός, αμετακίνητος στις απόψεις
- (μεταφορικά) σκληρός, αδυσώπητος, αμείλικτος
Πηγές
- δυσκίνητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσκίνητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.