αντίληψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντίληψη | οι | αντιλήψεις |
| γενική | της | αντίληψης* | των | αντιλήψεων |
| αιτιατική | την | αντίληψη | τις | αντιλήψεις |
| κλητική | αντίληψη | αντιλήψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αντιλήψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντίληψη < (ελληνιστική κοινή) ἀντίληψις < αρχαία ελληνική ἀντιλαμβάνομαι < ἀντί + λαμβάνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /anˈdi.li.psi/
Ουσιαστικό
αντίληψη θηλυκό
- το να αντιλαμβάνεται κανείς κάτι, να το καταλαβαίνει (με τη λογική ή τις αισθήσεις)
Έχω τεράστια αντίληψη τα κατάλαβα όλα τόσο νωρίς.
- η ικανότητα ή η δυνατότητα κατανόησης και μάθησης
- η γνώμη
- η βοήθεια, η προστασία, η πρόνοια
- (στον πληθυντικό) αντιλήψεις: οι ιδέες, οι απόψεις, η νοοτροπία
Εκφράσεις
- πέφτει / έπεσε στην αντίληψή μου: το κατάλαβα, το αντιλήφθηκα
Πολυλεκτικοί όροι
- δικαστική αντίληψη
Μεταφράσεις
αντίληψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.