αντίληψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντίληψη οι αντιλήψεις
      γενική της αντίληψης* των αντιλήψεων
    αιτιατική την αντίληψη τις αντιλήψεις
     κλητική αντίληψη αντιλήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιλήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντίληψη < (ελληνιστική κοινή) ἀντίληψις < αρχαία ελληνική ἀντιλαμβάνομαι < ἀντί + λαμβάνω

Προφορά

ΔΦΑ : /anˈdi.li.psi/

Ουσιαστικό

αντίληψη θηλυκό

  1. το να αντιλαμβάνεται κανείς κάτι, να το καταλαβαίνει (με τη λογική ή τις αισθήσεις)

Έχω τεράστια αντίληψη τα κατάλαβα όλα τόσο νωρίς.

  1. η ικανότητα ή η δυνατότητα κατανόησης και μάθησης
     συνώνυμα: αντιληπτικότητα
  2. η γνώμη
  3. η βοήθεια, η προστασία, η πρόνοια
  4. (στον πληθυντικό) αντιλήψεις: οι ιδέες, οι απόψεις, η νοοτροπία

Εκφράσεις

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.