δυσκίνητα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
δυσκίνητα
<
δυσκίνητος
+
-α
Επίρρημα
δυσκίνητα
με
δυσκίνητο
τρόπο
, με
δυσκολία
στην
κίνηση
Μεταφράσεις
δυσκίνητα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.