αργοκίνητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αργοκίνητος | η | αργοκίνητη | το | αργοκίνητο |
| γενική | του | αργοκίνητου | της | αργοκίνητης | του | αργοκίνητου |
| αιτιατική | τον | αργοκίνητο | την | αργοκίνητη | το | αργοκίνητο |
| κλητική | αργοκίνητε | αργοκίνητη | αργοκίνητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αργοκίνητοι | οι | αργοκίνητες | τα | αργοκίνητα |
| γενική | των | αργοκίνητων | των | αργοκίνητων | των | αργοκίνητων |
| αιτιατική | τους | αργοκίνητους | τις | αργοκίνητες | τα | αργοκίνητα |
| κλητική | αργοκίνητοι | αργοκίνητες | αργοκίνητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.ɣoˈci.ni.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐γο‐κί‐νη‐τος
Μεταφράσεις
αργοκίνητος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.