αργόστροφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργόστροφος η αργόστροφη το αργόστροφο
      γενική του αργόστροφου της αργόστροφης του αργόστροφου
    αιτιατική τον αργόστροφο την αργόστροφη το αργόστροφο
     κλητική αργόστροφε αργόστροφη αργόστροφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργόστροφοι οι αργόστροφες τα αργόστροφα
      γενική των αργόστροφων των αργόστροφων των αργόστροφων
    αιτιατική τους αργόστροφους τις αργόστροφες τα αργόστροφα
     κλητική αργόστροφοι αργόστροφες αργόστροφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αργόστροφος < αργό- + -στροφος

Επίθετο

αργόστροφος

  • που το μυαλό του δεν παίρνει γρήγορες στροφές, που αργεί να αντιληφθεί ή να επεξεργαστεί νοητικά κάτι

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.