δρόσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δρόσος | οι | δρόσοι |
| γενική | της | δρόσου | των | δρόσων |
| αιτιατική | τη | δρόσο | τις | δρόσους |
| κλητική | δρόσε | δρόσοι | ||
| Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δρόσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρόσος Δείτε και δροσιά.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðɾo.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρό‐σος
- ομόηχο: Δρόσος (επώνυμο και όνομα)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- άδροσος
- ανάδροσος
- κατάδροσος
- δροσο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα δροσο- στο Βικιλεξικό
- ολόδροσος
- λήγουν σε -δροσος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
→ και δείτε τη λέξη δροσιά
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- δρόσος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δρόσος με αλλαγή γένους. Δείτε και δροσιά.
Ουσιαστικό
δρόσος ουδέτερο
- δροσιά
- βροχή
- (μεταφορικά) ευχαρίστηση, απόλαυση
- (μεταφορικά) ανακούφιση
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Β, στίχ. 563 (στίχοι 563-564)
- Εκεί'βρισκεν ανάπαψη και δρόσος του κορμιού τση,
κ' εις κείνο, που κιντύνευγεν, άστρο του βουηθισμού τση.
- Εκεί'βρισκεν ανάπαψη και δρόσος του κορμιού τση,
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Β, στίχ. 563 (στίχοι 563-564)
- αγιασμός, αγιασμένο νερό
- σάλιο
Συνώνυμα
- δροσά
- δροσιά
Συγγενικά
- δροσάπιδον
- δροσάτος
- δροσεράδα
- δροσερεύω
- δροσερός
- δροσερότη
- δροσερούλα
- δροσερούτσικος
- δροσίζω
- δροσινά
- δροσινιάζω
- δροσινός
- δροσιό
- δρόσισμαν
- δροσισμός
- δροσίτσα
- δροσιστικός
- δροσό
- δροσογόνος
- δροσολογούμαι
- δροσολουσμένος
- δροσομυρίζω
- δροσοποτίζω
- δροσόστακτος
- δροσότροφος
- δροσούλα
- δροσοφαγία
- δροσοφορέω
- δροσοφορία
- δροσοφύτευτος
Πηγές
- δρόσος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ. 221, Τόμος Ε΄ --Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | δρόσος | αἱ | δρόσοι |
| γενική | τῆς | δρόσου | τῶν | δρόσων |
| δοτική | τῇ | δρόσῳ | ταῖς | δρόσοις |
| αιτιατική | τὴν | δρόσον | τὰς | δρόσους |
| κλητική ὦ! | δρόσε | δρόσοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δρόσω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δρόσοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δρόσος < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
δρόσος, -ου θηλυκό
- (μετεωρολογία) δροσιά
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 68.1
- θερμότερον γὰρ δή ἐστι τὸ ὕδωρ τῆς τε αἰθρίης καὶ τῆς δρόσου.
- γιατί το νερό του είναι πιο ζεστό απ᾽ ό,τι ο αέρας και η δροσιά.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- θερμότερον γὰρ δή ἐστι τὸ ὕδωρ τῆς τε αἰθρίης καὶ τῆς δρόσου.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 330
- μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ὁμίχλην καὶ δρόσον αὐτὰς ἡγούμην καὶ καπνὸν εἶναι.
- Όχι, μά το Δία· τις θαρρούσα πως είναι δροσιά, κάποια αντάρα, καπνός, τίποτ᾽ άλλο.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ὁμίχλην καὶ δρόσον αὐτὰς ἡγούμην καὶ καπνὸν εἶναι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 68.1
- καθαρό νερό
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 182 (180-184)
- Πάρις ὁ βουκόλος ἃν ἔλαβε, | δῶρον τᾶς Ἀφροδίτας, | ὅτ᾽ ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις | Ἥρᾳ Παλλάδι τ᾽ ἔριν ἔριν | μορφᾶς ἁ Κύπρις ἔσχεν.
- την είχε αρπάξει ο Πάρης, | ο βοσκός με τα γελάδια· | του τη χάρισε η θεά η Αφροδίτη, | όταν σ᾽ αγώνα μ᾽ άλλες θεές, | την Παλλάδα και την Ήρα, παραβγήκε | για ομορφιά, κοντά σε ολόδροσες πηγές.
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- Πάρις ὁ βουκόλος ἃν ἔλαβε, | δῶρον τᾶς Ἀφροδίτας, | ὅτ᾽ ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις | Ἥρᾳ Παλλάδι τ᾽ ἔριν ἔριν | μορφᾶς ἁ Κύπρις ἔσχεν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 1339 (1338-1340)
- λύχνον ἅψατε | κάλπισί τ᾽ ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε, θέρμετε δ᾽ ὕδωρ, | ὡς ἂν θεῖον ὄνειρον ἀποκλύσω.
- ανάψτε λύχνο, | δροσιά φέρτε ποταμίσια με τις στάμνες και ζεστάνετε νερό, | για να πλύνω το θεόσταλτο όνειρό μου.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- λύχνον ἅψατε | κάλπισί τ᾽ ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε, θέρμετε δ᾽ ὕδωρ, | ὡς ἂν θεῖον ὄνειρον ἀποκλύσω.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 182 (180-184)
- (μεταφορικά) νεογνό ζώου
- οτιδήποτε τρυφερό
Παράγωγα
- δροσαλλίς
- δροσερός
- δροσία (ελληνιστική κοινή)
- δροσινός
- δρόσιμος
- δροσίζω
- δροσισμός
- δροσόομαι
- δροσοβολέω
- δροσοβόλος
- δροσογόνος
- δροσοειδής
- δροσοειδῶς (επίρρημα)
- δροσοείμων
- δροσόεις
- δροσοπαγής
- δροσοπάχνη
- δροσοποιός
- δροσοφορία
- δροσοφόρος
- δροσόω
- δροσώδης
Εκφράσεις
- δρόσος ἀμπέλου: κρασί
- φοινία δρόσος: φονικό αίμα, αίμα από φόνο
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1390
- βάλλει μ᾽ ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου,
- με μαύρες στάλες φονικής δροσιάς με ραίνει
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- βάλλει μ᾽ ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1390
Πηγές
- δρόσος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δρόσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.