δρόσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δρόσος οι δρόσοι
      γενική της δρόσου των δρόσων
    αιτιατική τη δρόσο τις δρόσους
     κλητική δρόσε δρόσοι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρόσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρόσος Δείτε και δροσιά.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðɾo.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρόσος
ομόηχο: Δρόσος (επώνυμο και όνομα)

Ουσιαστικό

δρόσος θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη δροσιά

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

δρόσος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δρόσος με αλλαγή γένους. Δείτε και δροσιά.

Ουσιαστικό

δρόσος αρσενικό

  1. δροσιά
  2. αυτό που προκαλεί δροσιά

Ουσιαστικό

δρόσος ουδέτερο

  1. δροσιά
  2. βροχή
  3. (μεταφορικά) ευχαρίστηση, απόλαυση
  4. (μεταφορικά) ανακούφιση
      16ος/17ος αιώνας Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Β, στίχ. 563 (στίχοι 563-564)
    Εκεί'βρισκεν ανάπαψη και δρόσος του κορμιού τση,
    κ' εις κείνο, που κιντύνευγεν, άστρο του βουηθισμού τση.
  5. αγιασμός, αγιασμένο νερό
  6. σάλιο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δρόσος αἱ δρόσοι
      γενική τῆς δρόσου τῶν δρόσων
      δοτική τῇ δρόσ ταῖς δρόσοις
    αιτιατική τὴν δρόσον τὰς δρόσους
     κλητική ! δρόσε δρόσοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δρόσω
γεν-δοτ τοῖν  δρόσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρόσος < άγνωστης ετυμολογίας

Ουσιαστικό

δρόσος, -ου θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) δροσιά
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 68.1
    θερμότερον γὰρ δή ἐστι τὸ ὕδωρ τῆς τε αἰθρίης καὶ τῆς δρόσου.
    γιατί το νερό του είναι πιο ζεστό απ᾽ ό,τι ο αέρας και η δροσιά.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 330
    μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ὁμίχλην καὶ δρόσον αὐτὰς ἡγούμην καὶ καπνὸν εἶναι.
    Όχι, μά το Δία· τις θαρρούσα πως είναι δροσιά, κάποια αντάρα, καπνός, τίποτ᾽ άλλο.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greeklanguage.gr
  2. καθαρό νερό
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 182 (180-184)
    Πάρις ὁ βουκόλος ἃν ἔλαβε, | δῶρον τᾶς Ἀφροδίτας, | ὅτ᾽ ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις | Ἥρᾳ Παλλάδι τ᾽ ἔριν ἔριν | μορφᾶς ἁ Κύπρις ἔσχεν.
    την είχε αρπάξει ο Πάρης, | ο βοσκός με τα γελάδια· | του τη χάρισε η θεά η Αφροδίτη, | όταν σ᾽ αγώνα μ᾽ άλλες θεές, | την Παλλάδα και την Ήρα, παραβγήκε | για ομορφιά, κοντά σε ολόδροσες πηγές.
    Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greeklanguage.gr
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 1339 (1338-1340)
    λύχνον ἅψατε | κάλπισί τ᾽ ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε, θέρμετε δ᾽ ὕδωρ, | ὡς ἂν θεῖον ὄνειρον ἀποκλύσω.
    ανάψτε λύχνο, | δροσιά φέρτε ποταμίσια με τις στάμνες και ζεστάνετε νερό, | για να πλύνω το θεόσταλτο όνειρό μου.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greeklanguage.gr
  3. (μεταφορικά) νεογνό ζώου
  4. οτιδήποτε τρυφερό

Παράγωγα

  • δροσαλλίς
  • δροσερός
  • δροσία (ελληνιστική κοινή)
  • δροσινός
  • δρόσιμος
  • δροσίζω
  • δροσισμός
  • δροσόομαι
  • δροσοβολέω
  • δροσοβόλος
  • δροσογόνος
  • δροσοειδής
  • δροσοειδῶς (επίρρημα)
  • δροσοείμων
  • δροσόεις
  • δροσοπαγής
  • δροσοπάχνη
  • δροσοποιός
  • δροσοφορία
  • δροσοφόρος
  • δροσόω
  • δροσώδης

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.