άδροσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άδροσος η άδροση το άδροσο
      γενική του άδροσου της άδροσης του άδροσου
    αιτιατική τον άδροσο την άδροση το άδροσο
     κλητική άδροσε άδροση άδροσο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άδροσοι οι άδροσες τα άδροσα
      γενική των άδροσων των άδροσων των άδροσων
    αιτιατική τους άδροσους τις άδροσες τα άδροσα
     κλητική άδροσοι άδροσες άδροσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άδροσος < α- + δρόσος

Επίθετο

άδροσος, -η, -ο

  • αυτός που στερείται δροσιάς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.