αγιασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αγιασμός | οι | αγιασμοί |
| γενική | του | αγιασμού | των | αγιασμών |
| αιτιατική | τον | αγιασμό | τους | αγιασμούς |
| κλητική | αγιασμέ | αγιασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγιασμός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἁγιασμός αλλά με συνίζηση[1] < ἅγιος

Αγιασμός σε σχολείο κατά την έναρξη της ακαδημαϊκής χρονιάς.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ʝaˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐για‐σμός
Ουσιαστικό
αγιασμός αρσενικό
- η τελετή κατά την οποία αγιάζεται το νερό την ημέρα των Θεοφανίων ή κατά την έναρξη μιας περιόδου (σχολική χρονιά, κοινοβουλευτική περίοδος) ή στα εγκαίνια μιας οικοδομής, καταστήματος κλπ
- (θρησκεία)
- η τελετή αγιασμού, δηλαδή μετατροπής ενός αντικειμένου ή προσώπου σε κάτι το όσιο, η αγιοποίηση, ο καθαγιασμός
- το νερό που αγιάστηκε και με το οποίο ραντίζονται πιστοί και αντικείμενα
- το ράντισμα με αγίασμα]
Συνώνυμα
- αγίασμα
- αγιόνερο
Συγγενικά
- αγιαστούρα
- αγιαστής
- αγιαστήρα
- αγιαστήρι
- αγιαστός
- αγιάζω (ραντίζω με αγιόνερο)
- αγιασματάρι
- αγιασμένος
Μεταφράσεις
αγιασμός
Αναφορές
- αγιασμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.