απόλαυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απόλαυση | οι | απολαύσεις |
| γενική | της | απόλαυσης* | των | απολαύσεων |
| αιτιατική | την | απόλαυση | τις | απολαύσεις |
| κλητική | απόλαυση | απολαύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απολαύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόλαυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόλαυ(σις) + -ση[1] < ἀπολαύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.laf.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐λαυ‐ση
Ουσιαστικό
απόλαυση θηλυκό
- το να απολαμβάνει κάποιος κάτι, να αντλεί μεγάλη ευχαρίστηση ή ηδονή από κάτι
- το πιάτο αυτό προσφέρει και λίγες μόνο θερμίδες αλλά και γευστική απόλαυση
- αυτό το πράγμα που απολαμβάνει κάποιος, αυτό που προκαλεί χαρά, προσφέρει ηδονή
- το φαγητό είναι η καθημερινή του απόλαυση
- το πρόσωπο που προσφέρει στους άλλους μεγάλη ευχαρίστηση με τα χαρίσματά του
- αυτός ο άνθρωπος είναι πραγματική απόλαυση όταν συζητάει
- απόλαψη (δημοτική)
Συγγενικά
- απολαυστικά
- απολαυστικός
- → δείτε τη λέξη απολαύω
Μεταφράσεις
απόλαυση
|
Αναφορές
- απόλαυση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.