απόλαυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόλαυση οι απολαύσεις
      γενική της απόλαυσης* των απολαύσεων
    αιτιατική την απόλαυση τις απολαύσεις
     κλητική απόλαυση απολαύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απολαύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόλαυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόλαυ(σις) + -ση[1] < ἀπολαύω

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpo.laf.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απόλαυση

Ουσιαστικό

απόλαυση θηλυκό

  1. το να απολαμβάνει κάποιος κάτι, να αντλεί μεγάλη ευχαρίστηση ή ηδονή από κάτι
    το πιάτο αυτό προσφέρει και λίγες μόνο θερμίδες αλλά και γευστική απόλαυση
  2. αυτό το πράγμα που απολαμβάνει κάποιος, αυτό που προκαλεί χαρά, προσφέρει ηδονή
    το φαγητό είναι η καθημερινή του απόλαυση
  3. το πρόσωπο που προσφέρει στους άλλους μεγάλη ευχαρίστηση με τα χαρίσματά του
    αυτός ο άνθρωπος είναι πραγματική απόλαυση όταν συζητάει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.