φόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φόνος οι φόνοι
      γενική του φόνου των φόνων
    αιτιατική τον φόνο τους φόνους
     κλητική φόνε φόνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φόνος < αρχαία ελληνική φόνος < φένω

Ουσιαστικό

φόνος αρσενικό

  • η αφαίρεση ζωής με δόλο και προμελέτη ή εν βρασμώ ψυχής

Συνώνυμα

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

φόνος και φονή (το θηλυκό κυρίως στον πληθυντικό για τη σφαγή στη μάχη)

  1. σφαγή, φονικό, ανθρωποκτονία, δολοφονία, σκοτωμός
    φόνου ὑπόδικος
  2. θανατική ποινή
    φόνον προκεῖσθαι δημόλευστον (θα εκτεθεί στην ποινή του θανάτου δια λιθοβολισμού)
  3. ο νεκρός, το πτώμα, το θύμα της σφαγής
    πρὶν ἴδω τὸν Ἑλένας φόνον ἐν δόμοις κείμενον


Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.