δροσιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δροσιά | οι | δροσιές |
| γενική | της | δροσιάς | των | δροσιών |
| αιτιατική | τη | δροσιά | τις | δροσιές |
| κλητική | δροσιά | δροσιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δροσιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δροσιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δροσία < αρχαία ελληνική δρόσος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðɾoˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρο‐σιά
Ουσιαστικό
δροσιά θηλυκό
- (μετεωρολογία) ελαφρά ψυχρός και ευχάριστος αέρας ή καιρός
- ↪ Κάνει δροσιά, βάλε μια ζακέτα!
- (μετεωρολογία) οι σταγόνες που συγκεντρώνονται το πρωί στα φυτά και στο έδαφος
- ↪ η πρωινή δροσιά
- (συνεκδοχικά) το μέρος που έχει δροσιά (1)
- (μεταφορικά) η φρεσκάδα, η νεανικότητα
Εκφράσεις
- τη δροσιά του να 'χεις: ευχή που λέγεται σαν ευχαριστία σε κάποιον που μας προσφέρει κάτι δροσερό
Παράγωγα
Συγγενικά
- Δροσιά (όνομα, τοπωνύμιο)
- δροσο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα δροσο- στο Βικιλεξικό
- δροσερός & συγγενικά δροσερ-
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Μεταφράσεις
καιρός, λίγο κρύος αλλά ευχάριστος
πρωινές σταγόνες
|
|
(άλλες σημασίες)
|
Αναφορές
- δροσιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- δροσιά < δροσία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δροσία < αρχαία ελληνική δρόσος
→ ζητούμενο λήμμα
- δροσά
- δορσία
Συνώνυμα
Συγγενικά
- δροσο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα δροσο- στο Βικιλεξικό
- δροσερός & παράγωγα δροσερ-
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- δροσιά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.