δροσισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δροσισμός οι δροσισμοί
      γενική του δροσισμού των δροσισμών
    αιτιατική τον δροσισμό τους δροσισμούς
     κλητική δροσισμέ δροσισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δροσισμός < μεσαιωνική ελληνική δροσισμός (δροσ(ίζω) + -ισμός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ðɾo.siˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δροσισμός

Ουσιαστικό

δροσισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • δροσισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

δροσισμός < δροσίζω (δρόσισ-) + -μός

Ουσιαστικό

δροσισμός αρσενικό

  1. η δροσιά
  2. (μεταφορικά) η ανακούφιση
  3. η ευχαρίστηση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.