διώκω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διώκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διώκω < δίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dih₁- (κινώ γρήγορα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈo.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ώ‐λω
Ρήμα
διώκω, πρτ.: δίωκα, αόρ.: δίωξα, παθ.φωνή: διώκομαι, π.αόρ.: διώχθηκα, μτχ.π.π.: διωγμένος
- καταδιώκω, καταζητώ
- καταπολεμώ
- (νομικός όρος) φέρνω κάποιον στο δικαστήριο, για να δικαστεί, κινώ τις σχετικές διαδικασίες
- εναντιώνομαι με συγκεκριμένες πράξεις σε άτομα με διαφορετικές απόψεις ή πεποιθήσεις
- εφαρμόζω μέτρα πειθαρχικού ελέγχου
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
διωκ-
διωκ-
Κλίση
→ λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διώκομαι | διωκόμουν(α) | θα διώκομαι | να διώκομαι | διωκόμενος | |
| β' ενικ. | διώκεσαι | διωκόσουν(α) | θα διώκεσαι | να διώκεσαι | ||
| γ' ενικ. | διώκεται | διωκόταν(ε) | θα διώκεται | να διώκεται | ||
| α' πληθ. | διωκόμαστε | διωκόμαστε διωκόμασταν |
θα διωκόμαστε | να διωκόμαστε | ||
| β' πληθ. | διώκεστε | διωκόσαστε διωκόσασταν |
θα διώκεστε | να διώκεστε | (διώκεστε) | |
| γ' πληθ. | διώκονται | διώκονταν διωκόντουσαν |
θα διώκονται | να διώκονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διώχτηκα | θα διωχτώ | να διωχτώ | διωχτεί | ||
| β' ενικ. | διώχτηκες | θα διωχτείς | να διωχτείς | διώξου | ||
| γ' ενικ. | διώχτηκε | θα διωχτεί | να διωχτεί | |||
| α' πληθ. | διωχτήκαμε | θα διωχτούμε | να διωχτούμε | |||
| β' πληθ. | διωχτήκατε | θα διωχτείτε | να διωχτείτε | διωχτείτε | ||
| γ' πληθ. | διώχτηκαν διωχτήκαν(ε) |
θα διωχτούν(ε) | να διωχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διωχτεί | είχα διωχτεί | θα έχω διωχτεί | να έχω διωχτεί | διωγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διωχτεί | είχες διωχτεί | θα έχεις διωχτεί | να έχεις διωχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διωχτεί | είχε διωχτεί | θα έχει διωχτεί | να έχει διωχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διωχτεί | είχαμε διωχτεί | θα έχουμε διωχτεί | να έχουμε διωχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διωχτεί | είχατε διωχτεί | θα έχετε διωχτεί | να έχετε διωχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διωχτεί | είχαν διωχτεί | θα έχουν διωχτεί | να έχουν διωχτεί | ||
Μεταφράσεις
Πηγές
- διώκω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Παράγωγα
- θέμα διωξ- → δείτε τη λέξη δίωξις
- ...
Πηγές
- διώκω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- διώκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διώκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.