καταδίωξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταδίωξη | οι | καταδιώξεις |
| γενική | της | καταδίωξης* | των | καταδιώξεων |
| αιτιατική | την | καταδίωξη | τις | καταδιώξεις |
| κλητική | καταδίωξη | καταδιώξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καταδιώξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καταδίωξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταδιώκω
- η κατά πόδας παρακολούθηση, η δίωξη με σκοπό τη σύλληψη ή την εξόντωση
- προσπάθεια για βλάβη προσώπου
- (νομικός όρος) ποινική ή πειθαρχική δίωξη
- (ιατρική) μανία καταδιώξεως: μορφή ψυχοπάθειας που εκδηλώνεται με την έμμονη ιδέα του αρρώστου ότι όλοι τον κατατρέχουν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.