διώκτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διώκτης οι διώκτες
      γενική του διώκτη των διωκτών
    αιτιατική τον διώκτη τους διώκτες
     κλητική διώκτη διώκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διώκτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διώκτης < αρχαία ελληνική διώκω < δίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dih₁- (κινώ γρήγορα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiˈo.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διώκτης

Ουσιαστικό

διώκτης αρσενικό (θηλυκό διώκτρια)

  1. αυτός που διώκει, που εκτελεί δίωξη ή διωγμό
  2. αυτός που καταδιώκει

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη διώκω

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διώκτης οἱ διῶκται
      γενική τοῦ διώκτου τῶν διωκτῶν
      δοτική τῷ διώκτ τοῖς διώκταις
    αιτιατική τὸν διώκτην τοὺς διώκτᾱς
     κλητική ! διῶκτ διῶκται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διώκτ
γεν-δοτ τοῖν  διώκταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διώκτης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διώκ(ω) + -της < δίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dih₁- (κινώ γρήγορα)

Ουσιαστικό

διώκτης αρσενικό (θηλυκό διώκτρια)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη διώκω

Σύνθετα

  • ἐπιδιώκτης
  • ἐργοδιώκτης
  • ἱπποδιώκτης
  • κνισοδιώκτης
  • κολλοποδιώκτης
  • λῃστοδιώκτης
  • ὀφιοδιώκτης
  • Περσοδιώκτης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.