καταδιωγμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταδιωγμός οι καταδιωγμοί
      γενική του καταδιωγμού των καταδιωγμών
    αιτιατική τον καταδιωγμό τους καταδιωγμούς
     κλητική καταδιωγμέ καταδιωγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταδιωγμός < καταδιώκω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική persécution)

Ουσιαστικό

καταδιωγμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.