ενάγω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ενάγω
- κατηγορώ κάποιον (τον εναγόμενο) και τον οδηγώ σε δίκη, καταθέτω αγωγή, υποβάλλω μήνυση εναντίον του
Συγγενικά
- εναγόμενος εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή
- ενάγων εκείνος που προχωρεί σε αγωγή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.