εφαρμόζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εφαρμόζω < αρχαία ελληνική ἐφαρμόζω < ἐπί + ἁρμόζω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.faɾˈmo.zo/

Ρήμα

εφαρμόζω (παθητική φωνή: εφαρμόζομαι)

  1. (αμετάβατο) ταιριάζω στην αναλογία, το σχέδιο ή την μορφή με κάτι άλλο
    η βιβλιοθήκη εφάρμοσε ακριβώς στην εσοχή του τοίχου
  2. (μεταβατικό) τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, ώστε να εφάπτονται
    πρέπει να εφαρμόσεις προσεκτικά το καπάκι στο στόμιο του δοχείου
  3. πραγματώνω, υλοποιώ μια θεωρία, ένα συλλογισμό κ.λπ
    από φέτος θα εφαρμόσουμε νέα μέθοδο διδασκαλίας
  4. (ειδικότερα) χρησιμοποιώ, ασκώ
    ο υπουργός εφάρμοσε ισχυρές πιέσεις στο ευρωπαϊκό συμβούλιο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.