διώξιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διώξιμο | τα | διωξίματα |
| γενική | του | διωξίματος | των | διωξιμάτων |
| αιτιατική | το | διώξιμο | τα | διωξίματα |
| κλητική | διώξιμο | διωξίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διώξιμο < διώχνω + -μο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.