επιδιώκω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιδιώκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιδιώκω (καταδιώκω) < ἐπί + διώκω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική poursuivre[1]

Ρήμα

επιδιώκω, αόρ.: επιδίωξα/επεδίωξα, παθ.φωνή: επιδιώκομαι, π.αόρ.: επιδιώχτηκα/επιδιώχθηκα

  1. επιζητώ, προσπαθώ να επιτύχω κάτι ή να πραγματοποιηθεί κάτι
    εκείνος ο δικηγόρος επιδιώκει τη δημοσιότητα με κάθε τρόπο
  2. (στην παθητική φωνή) επιδιώκεται

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις επί και διώκω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.