τυχοδιωκτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τυχοδιωκτισμός | οι | τυχοδιωκτισμοί |
| γενική | του | τυχοδιωκτισμού | των | τυχοδιωκτισμών |
| αιτιατική | τον | τυχοδιωκτισμό | τους | τυχοδιωκτισμούς |
| κλητική | τυχοδιωκτισμέ | τυχοδιωκτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τυχοδιωκτισμός < τυχοδιώκτης + -ισμός
Μεταφράσεις
τυχοδιωκτισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.