αποδίωξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποδίωξη οι αποδιώξεις
      γενική της αποδίωξης* των αποδιώξεων
    αιτιατική την αποδίωξη τις αποδιώξεις
     κλητική αποδίωξη αποδιώξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδιώξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποδίωξη < (ελληνιστική κοινή) ἀποδίωξις

Ουσιαστικό

αποδίωξη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.