διωγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διωγμένος | η | διωγμένη | το | διωγμένο |
| γενική | του | διωγμένου | της | διωγμένης | του | διωγμένου |
| αιτιατική | τον | διωγμένο | τη | διωγμένη | το | διωγμένο |
| κλητική | διωγμένε | διωγμένη | διωγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διωγμένοι | οι | διωγμένες | τα | διωγμένα |
| γενική | των | διωγμένων | των | διωγμένων | των | διωγμένων |
| αιτιατική | τους | διωγμένους | τις | διωγμένες | τα | διωγμένα |
| κλητική | διωγμένοι | διωγμένες | διωγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία 1
- διωγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διώχνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðʝoɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : διωγ‐μέ‐νος
Μεταφράσεις
διωγμένος
|
|
Ετυμολογία 2
- διωγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διώκω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.oɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ωγ‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐ω‐γμέ‐νος
Μετοχή
διωγμένος -η -ο
- (νομικός όρος) που του έχουν ασκήσει δίωξη
- που καταζητείται
- που έχει υποστεί πειθαρχικά μέτρα
- που έχει καταδιωχθεί
Μεταφράσεις
διωγμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.