ακαταδίωκτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακαταδίωκτος | η | ακαταδίωκτη | το | ακαταδίωκτο |
| γενική | του | ακαταδίωκτου | της | ακαταδίωκτης | του | ακαταδίωκτου |
| αιτιατική | τον | ακαταδίωκτο | την | ακαταδίωκτη | το | ακαταδίωκτο |
| κλητική | ακαταδίωκτε | ακαταδίωκτη | ακαταδίωκτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακαταδίωκτοι | οι | ακαταδίωκτες | τα | ακαταδίωκτα |
| γενική | των | ακαταδίωκτων | των | ακαταδίωκτων | των | ακαταδίωκτων |
| αιτιατική | τους | ακαταδίωκτους | τις | ακαταδίωκτες | τα | ακαταδίωκτα |
| κλητική | ακαταδίωκτοι | ακαταδίωκτες | ακαταδίωκτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ακαταδίωκτος, -η, -ο
- που δεν έχει καταδιωχτεί ή δεν μπορεί να καταδιωχτεί
- (νομικός όρος) που δεν του έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ή την έχει διαφύγει
- (ουσιαστικοποιημένο) (νομικός όρος) ακαταδίωκτο: το να είναι κάποιος ακαταδίωκτος
- Το κυριότερο όμως είναι ότι γύρω από άτομα που ζουν στους… απροσπέλαστους καταυλισμούς δημιουργείται ένα ολόκληρο «σύστημα προστασίας». Κι αυτό γιατί διαθέτουν -και την περίοδο της κρίσης- μεγάλα χρηματικά ποσά από την εγκληματική δραστηριότητά τους. Έτσι ώστε να συνεχίζουν το εμπόριο ναρκωτικών και να ενισχύουν την αίσθηση ακαταδίωκτου. (*)
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.