διώκτρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διώκτρα | οι | διώκτρες |
| γενική | της | διώκτρας | των | διωκτρών |
| αιτιατική | τη | διώκτρα | τις | διώκτρες |
| κλητική | διώκτρα | διώκτρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διώκτρα < ελληνιστική κοινή διώκτρια < διώκτης + -τρια
Μεταφράσεις
διώκτρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.