δικηγόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δικηγόρος οι δικηγόροι
      γενική του/της δικηγόρου των δικηγόρων
    αιτιατική τον/τη δικηγόρο τους/τις δικηγόρους
     κλητική δικηγόρε δικηγόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δικηγόρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δικήγορος < δίκη (< αρχαία ελληνική δίκη) + -ήγορος (< αρχαία ελληνική ἀγορεύω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.ciˈɣo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δικηγόρος

Ουσιαστικό

δικηγόρος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & δικηγορίνα)

  1. (νομικός όρος, επάγγελμα) νομικός που αναλαμβάνει να υπερασπιστεί ή να χειριστεί τα συμφέροντα κάποιου πελάτη του σε δικαστήριο ή όπου αλλού χρειάζεται, να δώσει νομικές συμβουλές κ.λπ.
  2. (κατ’ επέκταση) κάποιος που αυτόκλητος παρεμβαίνει προς υποστήριξη κάποιου ή κάποιας άποψης

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις δίκη, αγορεύω και αγορά

Εκφράσεις

  • δικηγόρος του διαβόλου που υποστηρίζει (ενίοτε χωρίς να την πιστεύει) μια αντίθετη άποψη, κάνοντας πιο έντονη ή ενδιαφέρουσα μια συζήτηση ή επιτρέποντας να φωτιστούν κι άλλες πλευρές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.