δικηγορώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δικηγορώ < μεσαιωνική ελληνική δικηγορώ < δικήγορος < δίκη (< αρχαία ελληνική δίκη) + -ήγορος (< αρχαία ελληνική ἀγορεύω)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δικηγορώ | δικηγορούσα | θα δικηγορώ | να δικηγορώ | δικηγορώντας | |
| β' ενικ. | δικηγορείς | δικηγορούσες | θα δικηγορείς | να δικηγορείς | (δικηγόρει) | |
| γ' ενικ. | δικηγορεί | δικηγορούσε | θα δικηγορεί | να δικηγορεί | ||
| α' πληθ. | δικηγορούμε | δικηγορούσαμε | θα δικηγορούμε | να δικηγορούμε | ||
| β' πληθ. | δικηγορείτε | δικηγορούσατε | θα δικηγορείτε | να δικηγορείτε | δικηγορείτε | |
| γ' πληθ. | δικηγορούν(ε) | δικηγορούσαν(ε) | θα δικηγορούν(ε) | να δικηγορούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δικηγόρησα | θα δικηγορήσω | να δικηγορήσω | δικηγορήσει | ||
| β' ενικ. | δικηγόρησες | θα δικηγορήσεις | να δικηγορήσεις | δικηγόρησε | ||
| γ' ενικ. | δικηγόρησε | θα δικηγορήσει | να δικηγορήσει | |||
| α' πληθ. | δικηγορήσαμε | θα δικηγορήσουμε | να δικηγορήσουμε | |||
| β' πληθ. | δικηγορήσατε | θα δικηγορήσετε | να δικηγορήσετε | δικηγορήστε | ||
| γ' πληθ. | δικηγόρησαν δικηγορήσαν(ε) |
θα δικηγορήσουν(ε) | να δικηγορήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δικηγορήσει | είχα δικηγορήσει | θα έχω δικηγορήσει | να έχω δικηγορήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δικηγορήσει | είχες δικηγορήσει | θα έχεις δικηγορήσει | να έχεις δικηγορήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δικηγορήσει | είχε δικηγορήσει | θα έχει δικηγορήσει | να έχει δικηγορήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δικηγορήσει | είχαμε δικηγορήσει | θα έχουμε δικηγορήσει | να έχουμε δικηγορήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δικηγορήσει | είχατε δικηγορήσει | θα έχετε δικηγορήσει | να έχετε δικηγορήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δικηγορήσει | είχαν δικηγορήσει | θα έχουν δικηγορήσει | να έχουν δικηγορήσει |
| |
Μεταφράσεις
δικηγορώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.