δικηγορόσημο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δικηγορόσημο | τα | δικηγορόσημα |
| γενική | του | δικηγορόσημου | των | δικηγορόσημων |
| αιτιατική | το | δικηγορόσημο | τα | δικηγορόσημα |
| κλητική | δικηγορόσημο | δικηγορόσημα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δικηγορόσημο ουδέτερο
- ένσημο που επικολλάται σε δικαστικά έγγραφα
- Σκοπός των προτεινόμενων κανονισμών είναι η τροποποίηση των υφιστάμενων περί Ταμείου Συντάξεως Δικηγόρων (Τέλη) Κανονισμών, για την επανέκφραση από λίρες σε ευρώ των τελών (δικηγορόσημα) που καταβάλλει κάθε δικηγόρος που ασκεί το επάγγελμα για οποιαδήποτε εμφάνισή του ενώπιον δικαστηρίου και για οποιαδήποτε κατάθεση εγγράφου σε καθορισμένες περιπτώσεις. (*)
Μεταφράσεις
δικηγορόσημο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.