μεγαλοδικηγόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγαλοδικηγόρος οι μεγαλοδικηγόροι
      γενική του μεγαλοδικηγόρου των μεγαλοδικηγόρων
    αιτιατική τον μεγαλοδικηγόρο τους μεγαλοδικηγόρους
     κλητική μεγαλοδικηγόρε μεγαλοδικηγόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγαλοδικηγόρος < μεγαλο- + δικηγόρος

Ουσιαστικό

μεγαλοδικηγόρος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.