μεγαλοδικηγόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεγαλοδικηγόρος | οι | μεγαλοδικηγόροι |
| γενική | του | μεγαλοδικηγόρου | των | μεγαλοδικηγόρων |
| αιτιατική | τον | μεγαλοδικηγόρο | τους | μεγαλοδικηγόρους |
| κλητική | μεγαλοδικηγόρε | μεγαλοδικηγόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μεγαλοδικηγόρος αρσενικό
- (οικείο) φημισμένος δικηγόρος που αναλαμβάνει πολύκροτες ή / και δύσκολες υποθέσεις με επιτυχία και αμείβεται με υψηλή αμοιβή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.