χασοδίκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χασοδίκης | οι | χασοδίκες |
| γενική | του | χασοδίκη | των | χασοδικών |
| αιτιατική | τον | χασοδίκη | τους | χασοδίκες |
| κλητική | χασοδίκη | χασοδίκες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
χασοδίκης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.