χασοδίκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χασοδίκης οι χασοδίκες
      γενική του χασοδίκη των χασοδικών
    αιτιατική τον χασοδίκη τους χασοδίκες
     κλητική χασοδίκη χασοδίκες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χασοδίκης < χάνω (έχασα) + -ο- + -δίκης

Ουσιαστικό

χασοδίκης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.