δικηγορίσκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δικηγορίσκος | οι | δικηγορίσκοι |
| γενική | του | δικηγορίσκου | των | δικηγορίσκων |
| αιτιατική | τον | δικηγορίσκο | τους | δικηγορίσκους |
| κλητική | δικηγορίσκε | δικηγορίσκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δικηγορίσκος < δικηγόρος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.