δεσμευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεσμευμένος | η | δεσμευμένη | το | δεσμευμένο |
| γενική | του | δεσμευμένου | της | δεσμευμένης | του | δεσμευμένου |
| αιτιατική | τον | δεσμευμένο | τη | δεσμευμένη | το | δεσμευμένο |
| κλητική | δεσμευμένε | δεσμευμένη | δεσμευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεσμευμένοι | οι | δεσμευμένες | τα | δεσμευμένα |
| γενική | των | δεσμευμένων | των | δεσμευμένων | των | δεσμευμένων |
| αιτιατική | τους | δεσμευμένους | τις | δεσμευμένες | τα | δεσμευμένα |
| κλητική | δεσμευμένοι | δεσμευμένες | δεσμευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δεσμευμένος < δεσμεύω
Μετοχή
δεσμευμένος, -η, -ο
- που έχει δεσμευτεί
- ο χώρος είναι δεσμευμένος
- είναι ο κύριος επενδυτής και έχει μεγάλα δεσμευμένα κεφάλαια
- δεν θα μπορέσει να έρθει, είναι δεσμευμένος αλλού
- εμποδίζομαι από ηθικό, νομικό, συναισθηματικό ή άλλο λόγο
- η διεύθυνση είναι δεσμευμένη απέναντι στο συνδικάτο
- είμαστε δεσμευμένοι στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών μας
- που έχει συνάψει ερωτικό δεσμό με άλλο πρόσωπο
- (πληροφορική) μπορεί να αναφέρεται σε ονομασίες (identifiers), όπως και σε περιοχές της μνήμης
- κάθε γλώσσα προγραμματισμού χρησιμοποιεί έναν αριθμό δεσμευμένων λέξεων
Πολυλεκτικοί όροι
- δεσμευμένο αναγνωριστικό ή δεσμευμένη λέξη (πληροφορική)
- δεσμευμένο μόρφημα (γλωσσολογία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.