άδετος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άδετος η άδετη το άδετο
      γενική του άδετου της άδετης του άδετου
    αιτιατική τον άδετο την άδετη το άδετο
     κλητική άδετε άδετη άδετο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άδετοι οι άδετες τα άδετα
      γενική των άδετων των άδετων των άδετων
    αιτιατική τους άδετους τις άδετες τα άδετα
     κλητική άδετοι άδετες άδετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άδετος < αρχαία ελληνική ἄδετος < α- στερητικό + δέω (δένω) + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο

άδετος, -η, -ο

  1. που δεν έχει δεθεί, λυτός
    τα κορδόνια σου είναι άδετα
  2. (για βιβλίο) χωρίς βιβλιοδεσία

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.