γεροδεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεροδεμένος η γεροδεμένη το γεροδεμένο
      γενική του γεροδεμένου της γεροδεμένης του γεροδεμένου
    αιτιατική τον γεροδεμένο τη γεροδεμένη το γεροδεμένο
     κλητική γεροδεμένε γεροδεμένη γεροδεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεροδεμένοι οι γεροδεμένες τα γεροδεμένα
      γενική των γεροδεμένων των γεροδεμένων των γεροδεμένων
    αιτιατική τους γεροδεμένους τις γεροδεμένες τα γεροδεμένα
     κλητική γεροδεμένοι γεροδεμένες γεροδεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γεροδεμένος < γερο- (γερός) + δεμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δένω

Μετοχή

γεροδεμένος, -η, -ο

  • που έχει μυώδες, γυμνασμένο σώμα
      Μπορείς να με βοηθήσεις που φαίνεσαι γεροδεμένος; (Γιάννης Γουδέλης, Μικρή μετανάστευση σε μεγάλη ηλικία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.