προσδεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσδεμένος | η | προσδεμένη | το | προσδεμένο |
| γενική | του | προσδεμένου | της | προσδεμένης | του | προσδεμένου |
| αιτιατική | τον | προσδεμένο | την | προσδεμένη | το | προσδεμένο |
| κλητική | προσδεμένε | προσδεμένη | προσδεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσδεμένοι | οι | προσδεμένες | τα | προσδεμένα |
| γενική | των | προσδεμένων | των | προσδεμένων | των | προσδεμένων |
| αιτιατική | τους | προσδεμένους | τις | προσδεμένες | τα | προσδεμένα |
| κλητική | προσδεμένοι | προσδεμένες | προσδεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσδένω
Μεταφράσεις
προσδεμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.