δέσμιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δέσμιος | η | δέσμια | το | δέσμιο |
| γενική | του | δέσμιου | της | δέσμιας | του | δέσμιου |
| αιτιατική | τον | δέσμιο | τη | δέσμια | το | δέσμιο |
| κλητική | δέσμιε | δέσμια | δέσμιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δέσμιοι | οι | δέσμιες | τα | δέσμια |
| γενική | των | δέσμιων | των | δέσμιων | των | δέσμιων |
| αιτιατική | τους | δέσμιους | τις | δέσμιες | τα | δέσμια |
| κλητική | δέσμιοι | δέσμιες | δέσμια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δέσμιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δέσμιος < δεσμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðe.zmi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δέ‐σμι‐ος
Επίθετο
δέσμιος, -ια, -ιο
- δεμένος με χειροπέδες ή άλλα δεσμά, κρατούμενος
- ↪ ο δραπέτης συνελήφθη και οδηγήθηκε δέσμιος στις φυλακές
- (μεταφορικά) που είναι υποταγμένος σε κάτι, εξαρτημένος από κάτι ή κάποιον
- ↪ δέσμιος των παθών του
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- δέσμιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δέσμιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.