ξεδεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεδεμένος | η | ξεδεμένη | το | ξεδεμένο |
| γενική | του | ξεδεμένου | της | ξεδεμένης | του | ξεδεμένου |
| αιτιατική | τον | ξεδεμένο | την | ξεδεμένη | το | ξεδεμένο |
| κλητική | ξεδεμένε | ξεδεμένη | ξεδεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεδεμένοι | οι | ξεδεμένες | τα | ξεδεμένα |
| γενική | των | ξεδεμένων | των | ξεδεμένων | των | ξεδεμένων |
| αιτιατική | τους | ξεδεμένους | τις | ξεδεμένες | τα | ξεδεμένα |
| κλητική | ξεδεμένοι | ξεδεμένες | ξεδεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεδένω
Μεταφράσεις
ξεδεμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.