ἀδασμολόγητος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀδασμολόγητος < ἀ- στερητικό + αρχαία ελληνική δασμολογῶ, δασμολογη- + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο

ἀδασμολόγητος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη δασμός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.