δασμολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασμολογικός η δασμολογική το δασμολογικό
      γενική του δασμολογικού της δασμολογικής του δασμολογικού
    αιτιατική τον δασμολογικό τη δασμολογική το δασμολογικό
     κλητική δασμολογικέ δασμολογική δασμολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασμολογικοί οι δασμολογικές τα δασμολογικά
      γενική των δασμολογικών των δασμολογικών των δασμολογικών
    αιτιατική τους δασμολογικούς τις δασμολογικές τα δασμολογικά
     κλητική δασμολογικοί δασμολογικές δασμολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δασμολογικός < δασμολογώ

Επίθετο

δασμολογικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τη δασμολόγηση
  2. σχετικός με το δασμολόγιο


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.