λεία

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεία
ομόηχο: Λία

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεία οι λείες
      γενική της λείας
    αιτιατική τη λεία τις λείες
     κλητική λεία λείες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λεία[1]

Ουσιαστικό

λεία θηλυκό

  1. αυτό που παίρνεται από κάποιον άλλο μετά από πόλεμο ή κλοπή
  2. το θήραμα ενός σαρκοβόρου ζώου

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

λεία : κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του λείος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λείος

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λεί αἱ λεῖαι
      γενική τῆς λείᾱς τῶν λειῶν
      δοτική τῇ λεί ταῖς λείαις
    αιτιατική τὴν λείᾱν τὰς λείᾱς
     κλητική ! λεί λεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεί
γεν-δοτ τοῖν  λείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λεία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λεία θηλυκό

  • ιωνικός τύπος: ληΐη
  • δωρικός τύπος: λᾴα

Ετυμολογία 2

λεία: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λεία

  1. ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του λεῖος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους του λεῖος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.