αναδασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναδασμός οι αναδασμοί
      γενική του αναδασμού των αναδασμών
    αιτιατική τον αναδασμό τους αναδασμούς
     κλητική αναδασμέ αναδασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναδασμός < αρχαία ελληνική ἀναδασμός

Ουσιαστικό

αναδασμός αρσενικό

  1. η ανακατανομή καλλιεργήσιμων χωραφιών ή επιφανειών γης στους καλλιεργητές
  2. η νέα διανομή, κατανομή

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.