αναδασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναδασμός | οι | αναδασμοί |
| γενική | του | αναδασμού | των | αναδασμών |
| αιτιατική | τον | αναδασμό | τους | αναδασμούς |
| κλητική | αναδασμέ | αναδασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναδασμός < αρχαία ελληνική ἀναδασμός
Ουσιαστικό
αναδασμός αρσενικό
- η ανακατανομή καλλιεργήσιμων χωραφιών ή επιφανειών γης στους καλλιεργητές
- η νέα διανομή, κατανομή
Συνώνυμα
Συγγενικά
-
αναδασμός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
αναδασμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.