δαίμων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δαίμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δαίμων (θεός, μοίρα)

Ουσιαστικό

δαίμων αρσενικό

  • (απαρχαιωμένο) ο δαίμονας, κακοποιό πνεύμα, (αντίθετο του αγαθοεργού των αρχαίων)
    στην έκφραση o δαίμων του τυπογραφείου

Εκφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / δαίμων οἱ/αἱ δαίμονες
      γενική τοῦ/τῆς δαίμονος τῶν δαιμόνων
      δοτική τῷ/τῇ δαίμον τοῖς/ταῖς δαίμοσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν δαίμον τοὺς/τὰς δαίμονᾰς
     κλητική ! δαῖμον δαίμονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δαίμονε
γεν-δοτ τοῖν  δαιμόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαίμων ήδη ομηρικό < θέμα δαι- (που συναντάμε και στο δαίομαι (μοιράζω), οπότε δαίμων (θεότητα που μοιράζει τη μοίρα) *deh₂-i- ‎(μοιράζω, κόβω) [1]

Ουσιαστικό

δαίμων αρσενικό, θηλυκό

  1. (θρησκεία) θεός, θεότητα
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 384
    δαῖμον, οἵας συζύγου μ' ἀποστερεῖς
  2. μοίρα, τύχη, κλήρος, πεπρωμένο
    κατὰ δαίμονα (κατά τύχη)
  3. το (καλό) πνεύμα που προστατεύει κάποιον
  4. (στον πληθυντικό δαίμονες) οι ψυχές (των ανθρώπων του χρυσού γένους και γενικότερα)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές

  1. «δαίμονας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.