δασμολογητέος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασμολογητέος η δασμολογητέα το δασμολογητέο
      γενική του δασμολογητέου της δασμολογητέας του δασμολογητέου
    αιτιατική τον δασμολογητέο τη δασμολογητέα το δασμολογητέο
     κλητική δασμολογητέε δασμολογητέα δασμολογητέο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασμολογητέοι οι δασμολογητέες τα δασμολογητέα
      γενική των δασμολογητέων των δασμολογητέων των δασμολογητέων
    αιτιατική τους δασμολογητέους τις δασμολογητέες τα δασμολογητέα
     κλητική δασμολογητέοι δασμολογητέες δασμολογητέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δασμολογητέος < δασμολογώ + -τέος

Επίθετο

δασμολογητέος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.