δασμολόγηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δασμολόγηση οι δασμολογήσεις
      γενική της δασμολόγησης* των δασμολογήσεων
    αιτιατική τη δασμολόγηση τις δασμολογήσεις
     κλητική δασμολόγηση δασμολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δασμολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δασμολόγηση < δασμολογώ

Ουσιαστικό

δασμολόγηση θηλυκό

  1. ο υπολογισμός των δασμών που πρέπει να επιβληθούν
     συνώνυμα: δασμολογία
  2. η επιβολή δασμών


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.