δασμολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | δασμολόγος | οι | δασμολόγοι |
| γενική | του/της | δασμολόγου | των | δασμολόγων |
| αιτιατική | τον/τη | δασμολόγο | τους/τις | δασμολόγους |
| κλητική | δασμολόγε | δασμολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δασμολόγος < ελληνιστική < δασμός + λέγω
Συγγενικά
Μεταφράσεις
δασμολόγος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.