εξαγωγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξαγωγή | οι | εξαγωγές |
| γενική | της | εξαγωγής | των | εξαγωγών |
| αιτιατική | την | εξαγωγή | τις | εξαγωγές |
| κλητική | εξαγωγή | εξαγωγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξαγωγή < αρχαία ελληνική ἐξαγωγή
Ουσιαστικό
εξαγωγή θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία ένα αντικείμενο βγαίνει από τη θέση του, το βγάλσιμο, η αφαίρεση
- ο οδοντίατρος προχώρησε στην εξαγωγή του χαλασμένου δοντιού
- η ενέργεια με την οποία κάτι εξάγεται ως συμπέρασμα
- η εξαγωγή συμπερασμάτων
- (οικονομία) η πώληση εμπορευμάτων στο εξωτερικό
- η εταιρεία μας κάνει εξαγωγές αγροτικών προϊόντων στη Γερμανία
- το σύνολο των εμπορευμάτων που πωλούνται στο εξωτερικό
- το ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών
- (κατ' επέκταση) η ενέργεια με την οποία κάτι βγαίνει από τη χώρα κατευθυνόμενο προς το εξωτερικό
- εξαγωγή συναλλάγματος, εξαγωγή επιστημόνων
Συγγενικά
Αντώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.