εξαγωγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαγωγή οι εξαγωγές
      γενική της εξαγωγής των εξαγωγών
    αιτιατική την εξαγωγή τις εξαγωγές
     κλητική εξαγωγή εξαγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξαγωγή < αρχαία ελληνική ἐξαγωγή

Ουσιαστικό

εξαγωγή θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία ένα αντικείμενο βγαίνει από τη θέση του, το βγάλσιμο, η αφαίρεση
    ο οδοντίατρος προχώρησε στην εξαγωγή του χαλασμένου δοντιού
  2. η ενέργεια με την οποία κάτι εξάγεται ως συμπέρασμα
    η εξαγωγή συμπερασμάτων
  3. (οικονομία) η πώληση εμπορευμάτων στο εξωτερικό
    η εταιρεία μας κάνει εξαγωγές αγροτικών προϊόντων στη Γερμανία
  4. το σύνολο των εμπορευμάτων που πωλούνται στο εξωτερικό
    το ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών
  5. (κατ' επέκταση) η ενέργεια με την οποία κάτι βγαίνει από τη χώρα κατευθυνόμενο προς το εξωτερικό
    εξαγωγή συναλλάγματος, εξαγωγή επιστημόνων

Συγγενικά

Αντώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.