δασμολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δασμολογώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

δασμολογώ

  1. προσδιορίζω τον δασμό που πρέπει να επιβληθεί σε ένα προϊόν
  2. υποβάλλω ένα προϊόν σε δασμούς


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.