διχτάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διχτάκι τα διχτάκια
      γενική
    αιτιατική το διχτάκι τα διχτάκια
     κλητική διχτάκι διχτάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διχτάκι < δίχτ(υ) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

διχτάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του δίχτυ
  2. (ειδικότερα) μικρή δικτυωτή τσάντα για τα ψώνια

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε δίχτυ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.