πλεχτό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλεχτό τα πλεχτά
      γενική του πλεχτού των πλεχτών
    αιτιατική το πλεχτό τα πλεχτά
     κλητική πλεχτό πλεχτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλεχτό < πλεκτό < ουδέτερο του πλεκτός < αρχαία ελληνική πλεκτός < πλέκω

Ουσιαστικό

πλεχτό ουδέτερο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πλεχτό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.