μπάσκετ
Νέα ελληνικά (el)

στιγμιότυπο από αγώνα μπάσκετ
Ετυμολογία
- μπάσκετ < (άμεσο δάνειο) αγγλική basketball με αποβολή του δεύτερου συνθετικού ball
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈba.sket/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπά‐σκετ
Ουσιαστικό
μπάσκετ ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα
- καλαθοσφαίριση (επίσημο)
Συγγενικά
- μπασκέτα
- μπασκετικός
- μπασκετμπολίστας
- μπασκετόβιος
Μεταφράσεις
μπάσκετ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.